- ἴπνῳ
- ἴπνονmare's-tailneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπνώ — ἰπνῶ, όω (Α) [ιπνός] 1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῡν τε σώματα», Πίνδ.) 2. παθ. μτφ. ἰπνοῡμαι, όομαι πιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος] πιεζόμενος κάτω από τα… … Dictionary of Greek
ἰπνῶ — ἰπνός oven masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνῷ — ἰπνός oven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνῶι — ἰπνῷ , ἰπνός oven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek